Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Ο Γ.Βαρουφάκης αφιερώνει… Led Zeppelin στην Κ.Λαγκάρντ


Ως γνωστόν, θύελλα αντιδράσεων ξέσπασε μετά τις σκληρές δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ στη Guardian για την Ελλάδα. Ατέλειωτα τα μηνύματα στο προφίλ της επικεφαλής του ΔΝΤ στο Facebook και τα replies στο λογαριασμό της στο twitter. Πολλοί...
θερμόαιμοι μάλιστα δεν δίστασαν ακόμα και να γράψουν απίστευτες ύβρεις κατά της Κ. Λαγκάρντ. Άλλοι όμως επέλεξαν έναν πιο πολιτισμένο και ουσιαστικό τρόπο να απαντήσουν.

Ο καθηγητής καθηγητής οικονομικής θεωρίας στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Βαρουφάκης, μέσω του twitter του και του blog του, απαντώντας στις αναφορές της στη Guardian, αφιέρωσε στην κ. Λαγκάρντ στίχους από το πασίγνωστο τραγούδι των Led Zeppelin, Stairway to heaven, ασκώντας έντονη κριτική στη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ για τις δηλώσεις της.

Συγκεκριμένα, ο Γ. Βαρουφάκης αναφέρει:

Αφιερώνω αυτό το ποστ, με καθυστέρηση, στην Κριστίν Λαγκάρντ. Για τις πραγματικά γελοίες επισημάνσεις της ότι η φτώχεια των παιδιών στην Ελλάδα δεν αξίζει το ενδιαφέρον της όσο η πολύ μεγαλύτερη φτώχεια των παιδιών της Αφρικής. Έτσι, αφιερώνω τους παρακάτω στίχους στη γενική διευθύντρια ενός από τους διεθνείς οργανισμούς που συνέβαλαν περισσότερο στην παιδική φτώχεια της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και που τώρα βρίσκεται στο τιμόνι μίας ανάλογης προσπάθειας να φέρει ανάλογες “μεταρρυθμίσεις” στην Ελλάδα:

And as we wind on down the road
Our shadows taller than our soul.
There walks a lady we all know
Who shines white light and wants to show
How everything still turns to gold.
And if you listen very hard
The tune will come to you at last.
When all is one and one is all
To be a rock and not to roll.»

Που σημαίνει…

Και καθώς κατεβαίνουνε το δρόμο σαν άνεμος
Οι σκιές μας ψηλότερες από την ψυχή μας.
Εκεί περπατά μια κυρία που όλοι ξέρουμε
Η οποία λάμπει άσπρο φως και θέλει να δείξει
Πώς τα πάντα ακόμη αλλάζουν σε χρυσό.
Και εάν ακούσετε πολύ προσεχτικά
Ο τόνος θα έρθει και σε σας επιτέλους.
Όταν όλα είναι ένα και ένα είναι όλα
Να είσαι βράχος και να μη κυλάς.

Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Our shadows taller than our souls...

"Πόσο μεγάλωσε με μιας!Περναει με τη βουκέντρα και φαινεται ψηλότερος ότ΄ είναι από τα δέντρα."

Αρ. Βαλαωρίτη . ¨ο Φωτεινός"

Ο Φωτεινός , ο ζευγολάτης λέει στο γιό του , το Μήτρο, να διώξει τα σκυλιά του αφέντη της Λευκάδας που χαλάνε το περιβόλι του

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Πάρ’ ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ’ αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο.
Διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!

ΜΗΤΡΟΣ
Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Για κοίταξ’ εκεί πέρα
να ιδείς τι θρος που γίνεται, τι χλαλοή, πατέρα!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Tι Pήγας, τι Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένει νοικοκύρης.
Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια·
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
K’ εσύ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ’ αυτά τα δάχτυλά σου,
πόχεις τετράδιπλα νεφρά, και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν’ αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ’ αίμα δεν έχει.

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
K’ εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος.
Αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Aυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ’ αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι
είτ’ έχει τρίχα είτε φτερό, σιχαμερό ψοφίμι,
το διαβατάρικο πουλί σ’ εμέ μονάχ’ ανήκει,
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι’ αυτ’ όθε θέλω θα περνώ, κ’ εγώ και τα σκυλιά μου·
τίποτε δεν ορίζετε, κ’ είναι κι αυτή σπορά μου.
Kι ούτ’ άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύει τ’ όνομα και την κληρονομιά της!

Kαι στα στερνά τα λόγια του ένιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ’ ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα.
Και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ’ ή βρίζα,
αυτό το βόιδι το μανό, π’ όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρύκι
και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιος ξέρει πού θα φτάσει!...

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρικολακιάσει!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρεις.
Εγώ που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγει άλλος το ψωμί. Που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη.
Εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγκο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω.
Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδο, πλερωμή, προσφάγι την πασπάλη.
Που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο,
και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο.
Αυτός, αυτός είν’ ο Λαός. T’ άψυχο το κουφάρι
αυτό ’ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξεις άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη·
μη μου ξανάφτεις τη χολή. Γονάτισε μπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα το ’χω...
Θά ’φηναν λάκκωμα βαθύ, και θά ’ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ’ αυτό το μνήμα.

Ανώνυμος είπε...

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
Tώρα θα ιδείς, παλικαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώσει τα σκυλιά με τα καματερά του.
Και για την τόλμη πόλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ’ εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ’ αρέσει, ζευγολάτη;

Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού ’ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ’ εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πόβρανε. Ύστερα, με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ’ αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε. Το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά ’βγαινε η ψυχή του.
K' εκειός ο γέρο-δράκοντας, χωρίς ούτε ν’ αχνίσει,
εκοίταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη· και μέσα στην καρδιά του
μεμιάς αστράψαν τα παλιά τ’ ανδραγαθήματά του,
κ’ εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ’ η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώσει την πατρίδα.