Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Οι γεωπολιτικές διαδρομές του τρόμου…


Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος

Η καγκελάριος διατηρεί εξωτερικά την εικόνα της ισχυρότερης ηγέτιδας της Ευρωζώνης – ουσιαστικά όμως έχει οδηγήσει τη Γερμανία στη γωνία, αφού όλοι έχουν καταλάβει τη μπλόφα της και ετοιμάζονται να την υποχρεώσουν να αναλάβει τις βαριές ευθύνες της…


“Είναι προφανές ότι, η Ελλάδα δεν χρειάζεται κανέναν άλλο επαίτη, αλλά επειγόντως έναν ηγέτη – κάποιον ο οποίος να έχει την ικανότητα, αφενός μεν να οικοδομήσει ένα λειτουργικό Κράτος Δικαίου με μηδενική διαφθορά, αφετέρου να την οδηγήσει υπερήφανα στην έξοδο από την κρίση και στο μέλλον που της αξίζει, μέσα από το (μονό)δρομο της ανάπτυξης”.

Όπως φαίνεται η ΕΚΤ, μετά τη δήλωση του προέδρου της πως θα κάνει τα πάντα για τη διατήρηση του ευρώ, αγοράζει πλέον μαζικά, ομόλογα των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης – με αποτέλεσμα να μειώνονται τα επιτόκια δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας. Βέβαια, οι αγορές μάλλον εκμεταλλεύονται ακόμη αυτές τις “πρωτοβουλίες”, πουλώντας φυσικά ομόλογα όλων των χωρών της Ευρωζώνης – με απώτερο στόχο το ξεκαθάρισμα των χαρτοφυλακίων τους από αυτά τα, ανεπιθύμητα πια, ρίσκα (τα οποία εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο, μετά το άνοιγμα του “κουτιού της Πανδώρας” από τη γερμανίδα καγκελάριο).

Πολλοί αναρωτιούνται τώρα εάν η στάση αυτή της ΕΚΤ (ο πρόεδρος της οποίας ακύρωσε παραδόξως τη συμμετοχή του στην προγραμματισμένη συνάντηση των κεντρικών τραπεζιτών στις Η.Π.Α., “λόγω φόρτου εργασίας” – γεγονός που μάλλον σημαίνει πως ετοιμάζεται κάτι πολύ σοβαρό), θα μπορούσε πράγματι να είναι το σωστό βήμα, για τη ριζική επίλυση της κρίσης χρέους της ζώνης του ευρώ.

Ενδεχομένως δε η απάντηση να ήταν θετική, όπως τονίζουν, εάν η ΕΚΤ μπορούσε να εγγυηθεί ταυτόχρονα ότι, η πίεση για διαρθρωτικές αλλαγές, με στόχο τη μείωση των ελλειμμάτων και των χρεών των κρατών της Ευρωζώνης, θα διατηρούταν ανέπαφη – ότι δεν θα ατονούσε δηλαδή, επειδή θα εξασφαλιζόταν η άνευ όρων χρηματοδότηση, με χαμηλά επιτόκια, από την ίδια.

Μπορεί όμως η ΕΚΤ να εγγυηθεί κάτι τέτοιο, με ή χωρίς τη βοήθεια του ΔΝΤ, από το οποίο η ΕΕ έχει πλέον μάθει πάρα πολλά, όσον αφορά τη διαχείριση των οικονομικών κρίσεων των χωρών της, με πειραματόζωο την Ελλάδα; Μπορεί να διατηρήσει τα επιτόκια κάτω από ένα κρίσιμο μέγεθος, όπως μάλλον ισχυρίζεται, παρά το ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ξεκαθαρισμένο από νομικής πλευράς; Θα έχει το θάρρος ή/και την “νομιμοποίηση” να συγκρουστεί με τη γερμανική κεντρική τράπεζα – η οποία δεν φαίνεται να συμφωνεί με τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, εάν δεν πάρει πολύ μεγαλύτερα ανταλλάγματα;

Κατά την άποψη των περισσοτέρων οικονομολόγων, είναι πιθανότατα αδύνατον να αναλάβει ο διοικητής της ΕΚΤ “υπό την αιγίδα του” ολόκληρη την αγορά ομολόγων της Ευρωζώνης – πόσο μάλλον αφού τόσο η Γερμανία, όσο και οι άλλες χώρες-συνοδοιπόρροι της θα ήταν εντελώς αντίθετες με ένα τέτοιο εγχείρημα, ακόμη και αν θα ήταν απόλυτα εγγυημένη η άμεση επίλυση της κρίσης χρέους.

Η πιθανότερη εκδοχή λοιπόν θα ήταν η αγορά ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ, με ανώτατη λήξη το ένα έτος, έτσι ώστε να εξισωθούν μόνο τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού των χωρών της Ευρωζώνης. Έναντι αυτών, η ΕΚΤ θα απαιτούσε την υποβολή αιτημάτων βοηθείας εκ μέρους εκείνων των χωρών, οι οποίες θα αντιμετώπιζαν προβλήματα – με την έγκριση της για την αγορά των βραχυπρόθεσμων ομολόγων τους να προϋποθέτει τη λήψη μέτρων, ανάλογων με αυτά που απαιτεί το ΔΝΤ (τονίζουμε ξανά με ή χωρίς τη συμμετοχή του, αφού αργά ή γρήγορα θα δημιουργηθεί το ΕΝΤ).

Στα πλαίσια αυτά η επιμήκυνση που λέγεται πως θα ζητήσει η Ελλάδα, με την έκδοση εντόκων γραμματίων του δημοσίου, παράλληλα με την αποδοχή του καταστροφικού προγράμματος των 11,5 δις €, φαίνεται να μην είναι εκτός τόπου και χρόνου. Φυσικά όσον αφορά τη χώρα μας, αλλά και τις υπόλοιπες ελλειμματικές οικονομίες, η έκδοση ομολόγων, εγγυημένων με την κρατική περιουσία ή με δημόσια έσοδα, θα μπορούσε να συμπληρώσει την απαιτούμενη χρηματοδότηση – με τη βοήθεια των αγορών
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, πιθανότατα έχει ζητηθεί η επιμήκυνση από την Ελλάδα, δεν έχει απορριφθεί κατηγορηματικά από την ΕΕ και διατηρείται μυστικό το αίτημα – ενδεχομένως έως ότου ολοκληρωθούν οι εγκληματικές αποκρατικοποιήσεις των κερδοφόρων, κοινωφελών και στρατηγικών δημοσίων επιχειρήσεων της πατρίδας μας (γεγονός που μάλλον θα εξηγούσε την βιασύνη των ιθυνόντων καλύτερα).

Συμπερασματικά λοιπόν, παρά το ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα αγορών ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ δεν θα ισοδυναμούσε με την υιοθέτηση των ευρωομολόγων, θα ήταν κάτι σχετικό με την έκδοση των T-Bills εκ μέρους της Fed – ένας μάλλον έξυπνος ελιγμός της ΕΚΤ, η οποία δεν θα μπορούσε διαφορετικά να διατηρήσει την απαιτούμενη συνέχεια των ενεργειών της, μη έχοντας τη δυνατότητα σωστών επεμβάσεων στα μακροπρόθεσμα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης.

Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ θα απόφευγε το ρίσκο της απώλειας της αξιοπιστίας της, καθώς επίσης τις πιέσεις στο ευρώ, αφού η μαζική αγορά ομολόγων εκ μέρους της, χωρίς περιορισμούς στο χρόνο λήξης τους, χωρίς δεσμεύσεις των κρατών κλπ., θα ισοδυναμούσε με την ανεξέλεγκτη εκτύπωση πληθωριστικών χρημάτων – κάτι με το οποίο δεν θα συμφωνούσε ποτέ η Γερμανία, ενώ θα ήταν αντίθετο με το σκοπό της ίδρυσης της ΕΚΤ, με τη νομισματική σταθερότητα δηλαδή, αφού δεν είναι κατά κάποιον τρόπο εξουσιοδοτημένη, όπως η Fed, με την παράλληλη “καταπολέμηση” της ανεργίας.

Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Θα δεχόντουσαν όμως οι αγορές μία τέτοια αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζώνης του ευρώ, παρά το ότι από καιρό τώρα πιέζουν για καθαρές, βιώσιμες λύσεις – οι οποίες απαιτούν είτε την πολιτική ένωση της Ευρωζώνης, είτε τη διάλυση της; Κατά την άποψη μας μόνο υπό την προϋπόθεση ότι, θα αποτελούσε ένα ενδιάμεσο βήμα, με τελική κατεύθυνση την πολιτική ένωση της Ευρωζώνης.

Από την άλλη πλευρά, θα δεχόταν το ΔΝΤ να αποχωρήσει από την ΕΕ, επιτρέποντας στη Γερμανία να αναδειχθεί στον απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού; Δεν θα σήμαινε κάτι τέτοιο την αρχή του τέλους της υπερδύναμης, η οποία ευρίσκεται αναμφίβολα σε πορεία παρακμής; Μήπως θα ήταν πιθανότερη η κλιμάκωση του πολέμου εκ μέρους του, με την καταρχήν τοποθέτηση της Γαλλίας στο στόχαστρο; Μήπως για το λόγο αυτό τοποθετήθηκε εναντίον των ομολόγων του γαλλικού δημοσίου ο W.Buffett, χαρακτηρίζοντας τα πιο επικίνδυνα από τα ιταλικά;

Συνεχίζοντας, τι σημαίνει η ξαφνική δημόσια τοποθέτηση του νέου προέδρου της Γαλλίας υπέρ της αμοιβαιοποίησης του χρέους; Που αποσκοπούν οι πρόσφατες αναφορές, σχετικά με το ότι η Γερμανία είναι πλέον εκβιάσιμη, αφού τυχόν διάλυση της Ευρωζώνης θα ήταν πολύ πιο καταστροφική για την ίδια;

“Η καγκελάριος διατηρεί εξωτερικά την εικόνα της ισχυρότερης ηγέτιδας της Ευρωζώνης – ουσιαστικά όμως έχει οδηγήσει τη Γερμανία στη γωνία, αφού όλοι έχουν καταλάβει τη μπλόφα της και ετοιμάζονται να την υποχρεώσουν να αναλάβει τις ευθύνες της”, γράφουν χαρακτηριστικά οι γερμανοί αναλυτές.

Περαιτέρω, έχει κάποια σχέση με όλα αυτά η παράταση του χρόνου υποβολής της έκθεσης του ΔΝΤ που αφορά την Ελλάδα, για μετά τις εκλογές στις Η.Π.Α., όπως και το συμπλήρωμα των γεωπολιτικών προεκτάσεων/ρίσκων μίας ενδεχόμενης χρεοκοπίας της χώρας μας, εκ μέρους της ΕΕ; Με ποιον αλήθεια θα “συμμαχούσε” η Ελλάδα αυτή τη φορά, εάν θεωρήσουμε ότι έχουν κάποιο νόημα οι υποθέσεις μας; Μήπως πρέπει απλά να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας, όπως έχουμε τονίσει στο παρελθόν; (άρθρο μας).

Δύσκολο να απαντηθούν τέτοιου είδους ερωτήματα, τα οποία απαιτούν πολύ μεγαλύτερες γεωπολιτικές γνώσεις, από αυτές που διαθέτουμε – ειδικά επειδή η Γερμανία φαίνεται να επιτίθεται με τα γνωστά της ΜΜΕ εναντίον τόσο της ΕΚΤ, όσο των Η.Π.Α. και της Ρωσίας, αναζητώντας συμπαράσταση από την Κίνα (κάτι που ταιριάζει με το ταξίδι της καγκελαρίου εκεί, με επίσημο στόχο τη βοήθεια προς την ΕΕ).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η αλλαγή στάσης της γερμανίδας καγκελαρίου, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, στην οποία εκδήλωσε πρόσφατα την αμέριστη συμπάθεια της (!), είναι κάτι παραπάνω από φανερή – γεγονός που πιθανότατα σημαίνει πως έχει πια καταλάβει ότι, τα αποτελέσματα τυχόν διάλυσης της Ευρωζώνης θα ήταν πολύ πιο καταστροφικά για τη Γερμανία, λιγότερο για τη Γαλλία, ελάχιστα για την Ελλάδα και σχεδόν καθόλου για την Ιταλία, τη Φιλανδία κλπ.

Επομένως, οι απαιτήσεις της απέναντι στη χώρα μας, εάν βέβαια σταματήσουμε την πολιτική των υποκλίσεων και της υποτέλειας, θα είναι σημαντικά χαμηλότερες. Οι δόσεις του χρέους μας ίσως επιμηκυνθούν “ανεπίσημα”, τα επιτόκια δανεισμού μας μάλλον θα μειωθούν, ενώ ενδεχομένως θα ακολουθήσει μία δεύτερη διαγραφή χρέους – λιγότερο επώδυνη από την πρώτη και χωρίς να διακινδυνεύσει η παραμονή μας στο ευρώ (αν και είμαστε εναντίον της μη πληρωμής των νόμιμων χρεών μας, αφού ανέκαθεν κάτι τέτοιο συνδεόταν με δυσανάλογες παραχωρήσεις, συνήθως κρυφές και ενδοτικές).

Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία δεν μπορεί να αναδειχθεί στον απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού, η Ευρωζώνη δεν γίνεται να διαλυθεί, οι Η.Π.Α. δεν έχουν πια την οικονομική δύναμη να μονοπωλούν τον πλανήτη, η Ρωσία δεν είναι σε θέση να αναρριχηθεί περαιτέρω και η Κίνα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την υπερδύναμη, ακόμη και αν συνεργασθεί με τη Γερμανία – πόσο μάλλον όταν η εμπιστοσύνη των δύο χωρών μεταξύ τους δεν είναι η καλύτερη δυνατή.

Ολοκληρώνοντας, αν και φυσικά μπορεί να κάνουμε λάθος, έχουμε την άποψη ότι, η κρίση έφτασε πια στο ζενίθ της (ναδίρ) – αρκεί να μην επαναλάβουμε τα ίδια σφάλματα και να ακολουθήσουμε το δρόμο της κοινής λογικής. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να συνεχιστεί η σιωπή των αμνών εκ μέρους των Ελλήνων, η οποία μπορεί να οδηγήσει την πατρίδα μας στα αντίθετα ακριβώς αποτελέσματα, όταν ακριβώς πλησιάζει η ώρα της απελευθέρωσης της από τους εισβολείς – απλούστατα, οφείλει να ενταθεί η προσπάθεια των Πολιτών, αφού διαφορετικά η πλούσια, πολλαπλά προικισμένη Ελλάδα θα θυσιαστεί στο βωμό της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καταλήγοντας άδικα προτεκτοράτο των δανειστών της.

Κλείνοντας, η Γερμανική κεντρική τράπεζα και ορισμένα ΜΜΕ της χώρας εξαπολύουν μεν λεκτικές επιθέσεις εναντίον της ΕΚΤ, αλλά αποτελούν στην κυριολεξία “άσφαιρα πυρά” – αφού γνωρίζουν ότι, η μη αγορά ομολόγων εκ μέρους της θα οδηγούσε στη διάλυση της Ευρωζώνης.

Επίσης γνωρίζουν πως ο περιορισμός των υπερβολικών χρεών δεν ήταν ποτέ το αποτέλεσμα της εξ ολοκλήρου αποπληρωμής τους – αντίθετα, της διαγραφής μεγάλου μέρους τους ή/και της πληθωριστικής αντιμετώπισης τους, μέσω της “εκτύπωσης” νέων χρημάτων.